aburrido - ορισμός. Τι είναι το aburrido
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι aburrido - ορισμός


aburrido      
aburrido, -a
1 ("Estar, Tener") Participio adjetivo de "aburrir[se]": "Está aburrido sin nada que hacer. La enfermedad del niño les tiene aburridos".
2 ("Ser, Resultar") Se aplica a las cosas que aburren por *pesadas o por *sosas.
3 ("Ser [un]") adj. y n. Se aplica al que no sabe divertirse o resulta una compañía aburrida: "Es un aburrido: se pasa toda la tarde del domingo en casa. No me gusta ir con él porque es muy aburrido". *Soso.
aburrido      
part. pas.
Participio de aburrir.
adj.
Que aburre o cansa.
aburrido      
Sinónimos
adjetivo
Antónimos
adjetivo
Palabras Relacionadas
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για aburrido
1. "Al cabo de ocho días resulta un poco aburrido, y para quien está allí mucho tiempo es muy, muy aburrido.
2. "Zapatero no ha estado aburrido" Por su parte, José Luis Rodríguez Zapatero, critica el FT, "ha estado aburrido.
3. Estudió en Nueva Zelanda, pero le pareció un lugar aburrido.
4. TANDIL ENVIADO ESPECIAL Otro aburrido empate de verano y van...
5. Richard Nixon era el senador del Estado, era muy aburrido.
Τι είναι aburrido - ορισμός